Αβιοτικές Ζώνες

Το Σπήλαιο Αλιστράτης παρουσιάζει οικολογικά χαρακτηριστικά που σε γενικές γραμμές υπάρχουν σε όλα τα μεγάλα ασβεστολιθικά σπήλαια.
Παρουσιάζει όμως και αρκετές ιδιαιτερότητες που οφείλονται στη γεωγραφική του θέση, το πάχος οροφής και την πανιδική του σύνθεση.

Αβιοτικές παράμετροι.

α) Υπόστρωμα. Το υπόστρωμα του σπηλαίου είναι αργιλώδες (terra rοsa) και έχει συσσωρευθεί εκεί παρασυρόμενο με το νερό της βροχής από το υπερκείμενο έδαφος, δημιουργώντας στρώματα πάχους έως πολλών μέτρων.
Σε πολλά σημεία, και κυρίως στον πρώτο θάλαμο, είναι ανακατεμένο με κοπριά νυχτερίδων μέχρι πάχους 10 εκ.

β) Θερμοκρασία. Η θερμοκρασία του σπηλαίου είναι μάλλον υψηλή για τα ελληνικά δεδομένα, πράγμα που μπορεί να αποδοθεί στο μικρό πάχος οροφής, στις μεγάλες καλοκαιρινές θερμοκρασίες και στο ότι το υπερκείμενο έδαφος είναι γυμνό.

Πρακτικά το σπήλαιο περιλαμβάνει δύο θερμοκρασιακές ζώνες:
Τη ζώνη μεταβλητής θερμοκρασίας και τη ζώνη σταθερής θερμοκρασίας.
Η πρώτη καλύπτει τον χώρο μεταξύ των δύο εισόδων και η θερμοκρασία της μεταβάλλεται ανάλογα με την εξωτερική.
Η μεταβολή είναι έντονη, εξ αιτίας του ρεύματος αέρα μεταξύ των εισόδων.Έτσι για εξωτερική θερμοκρασία 2°C έχει 9 – l2°C, ενώ για εξωτερική θερμοκρασία l2°C έχει l5°C.
Η δεύτερη ζώνη περιλαμβάνει τον υπόλοιπο όγκο του σπηλαίου και έχει σταθερή θερμοκρασία 17 + 0,3° C.

γ) Yγρασία. Όπως και για τη θερμοκρασία, έτσι και για την υγρασία υπάρχουν δύο ευδιάκριτες υγρασιακές περιοχές.
Η ζώνη μεταβλητής σχετικής υγρασίας που βρίσκεται στους θαλάμους μεταξύ των εισόδων και έχει χαρακτηριστικό την υγρασιακή στρωμάτωση.
Μεγαλύτερη πυκνότητα υπάρχει μεταξύ 0,7 και 1,5 μ. κατά μέσο όρο και είναι ιδιαίτερα εμφανής.
Η υγρασία εδώ κυμαίνεται μεταξύ 70% και 95%.
Η ζώνη σταθερής σχετικής υγρασίας έχει αντίστοιχη τιμή 90% + 5.δ) Σύσταση του αέρα-αερισμός. Η ανταλλαγή αερίων μεταξύ του σπηλαίου και του εξωτερικού περιβάλλοντος συμβαίνει όπως και σε άλλα σπήλαια.
Η ύπαρξη βαρομετρικών χαμηλών στην περιοχή προκαλε ί την είσοδο αέρα, ενώ αντίθετα όταν υπάρχουν βαρομετρικά υψηλά βγαίνει αέρας από την είσοδο του σπηλαίου.

Από την ένταση της νυχθήμερης και διεποχιακής εναλλαγής των βαρομετρικών πιέσεων εξαρτάται και η “αναπνευστική” ένταση του σπηλαίου.

Ο αέρας του σπηλαίου εξετάστηκε ως προς την περιεκτικότητά του σε διοξείδιο του άνθρακα, με επιτόπιες μετρήσεις στους σταθμούς, ώστε να βρεθεί η κατά μήκος και ύψος διακύμανσή του.

Τριανταέξι (36) δείγματα (τρία από κάθε σταθμό) των l5 ml, καλά σφραγισμένα, μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο για ποιοτική ανάλυση, μήπως και ανιχνευτούν άλλες ενώσεις, ίσως επικίνδυνες για τους επισκέπτες (κυρίως στα μέρη όπου αποσυντίθεται κοπριά νυχτερίδων).Η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στον αέρα του σπηλαίου βρέθηκε κατά μέσο όρο λίγο μικρότερη από 0,06% (η αντίστοιχη στον ατμοσφαιρικό αέρα είναι 0,04% ενώ συγκεντρώσεις 0,1 – 0,2% δεν θεωρούνται επικίνδυνες για τον άνθρωπο). 

Η διακύμανση της συγκέντρωσης αυτής είναι πολύ μικρή.
Ακόμα και πάνω στο γκουανό οι τιμές κυμαίνονταν σε αυτά τα επίπεδα.
Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι η μικροβιακή δραστηριότητα είναι μικρή, εξ αιτίας της μη ανανεούμενης οργανικής ύλης (οι νυχτερίδες έχουν αποκλειστεί από το σπήλαιο) .

Η ποιοτική ανάλυση με φασματογράφο μάζας τετραπόλου έδωσε ότι ο αέρας του σπηλαίου αποτελείται από ήλιο (He), άζωτο (Ν2)’ οξυγόνο (02), αργό (Ar), διοξείδιο του άνθρακα (C02) και νερό (ΗΖΟ).

Μέχρι μοριακής μάζας 150 μονάδες δεν ανιχνεύτηκε καμμιά άλλη ουσία.